αστρονομώ

αστρονομώ
αμετ. заниматься прогнозированием погоды

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αστρονομώ" в других словарях:

  • αστρονομώ — (AM ἀστρονομῶ, έω) [αστρονόμος] ασχολούμαι με την αστρονομία μσν. νεοελλ. μαντεύω το μέλλον παρατηρώντας τ άστρα νεοελλ. προσπαθώ να μαντέψω τον καιρό αρχ. παθ. «ὡς νῡν ἀστρονομεῑται» όπως ασκείται τώρα η αστρονομία …   Dictionary of Greek

  • ἀστρονομῶ — ἀστρονομέω study astronomy pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀστρονομέω study astronomy pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρονόμῳ — ἀστρονόμος astronomer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεραστρονομώ — έω, Μ [ἀστρονομῶ] παρατηρώ πάνω και πέρα από τον ουρανό, πιο πάνω από τα άστρα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»